ορχιδώδη

ορχιδώδη
τα
τάξη μονοκότυλων φυτών τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα δομή τού άνθους τους και στην οποία ανήκει μία μόνον οικογένεια, οι ορχιδίδες ή ορχεΐδες, αλλ. ορχεοειδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυπριπέδιο — (Cypripedium). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών (μονοκοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον 34 είδη· πολλά από αυτά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία και ιδιόμορφα άνθη τους, γνωστά ως ορχιδέες. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ορχεΐδες — και ορχιδίδες, οι βοτ. η μοναδική οικογένεια τής τάξης φυτών ορχιδώδη, η οποία είναι ίσως η μεγαλύτερη οικογένεια τών αγγειοσπέρμων, με 15.000 ώς 35.000 είδη, τα οποία είναι γνωστά ως ορχιδέες και κατανέμονται σε 400 έως 800 γένη, οικογένεια που… …   Dictionary of Greek

  • ορχεοειδή — (Orchidaceae). Οικογένεια φυτών που αριθμεί 334 γένη και 5.000 είδη. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν κυρίως στις θερμές χώρες. Έχουν άνθη αξιοπρόσεκτα για τα λαμπρά τους χρώματα και τα πολλά σχήματα. Ευδοκιμούν σε σκιερούς χώρους όπου πάντα υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • ορχιδέα — η κοινή ονομασία για όλα τα φυτά που ανήκουν στην τάξη ορχιδώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orchidee (< όρχις [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • παφιοπέδιλ — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ορχιδώδη, οικογένεια ορχιδίδες …   Dictionary of Greek

  • ρηνανθηρά — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη …   Dictionary of Greek

  • σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… …   Dictionary of Greek

  • σεραπιάς — άδος, η, ΝΑ, και σαραπιάς Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 10 περίπου είδη αρχ. το φυτό όρχις ο άρρην, κν. σήμερα γνωστό ως σερνικοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σέραπις / Σάραπις …   Dictionary of Greek

  • σπειρανθής — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ορχιδέας τα οποία απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την τροπική και νότια Αφρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • σταγχοπέα — και στανοπέα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες, τής τάξης ορχιδώδη, και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ποωδών επιφύτων τα οποία είναι ιθαγενή τής τροπικής Αμερικής και τών Δυτικών Ινδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”